Η επέλαση του xύμα

Ένα άρθρο της Τασούλας Επτακοιλη

Το σκηνικό της αυθαιρεσίας, ο μύθος της αγνότητας, οι κίνδυνοι για τον καταναλωτή αλλά και οι ευθύνες οινοποιών και εστιατόρων που με τις υπερβολικές συχνά τιμές των εμφιαλωμένων οίνων ευνοούν την επικράτησή του στην αγορά. Ο «Οινοχόος» ανοίγει ξανά τον «φάκελο χύμα».

Ο ψιλικατζής της γειτονιάς μου πουλάει εδώ και χρόνια χύμα κρασί. Οπως μου αποκάλυψε, σε μια κρίση ειλικρίνειας, το αγοράζει από μια μεγάλη κάβα, σε βαρέλια 30-60 κιλών, έναντι 1 ευρώ το λίτρο. Το βάζει μόνος του σε πλαστικά μπουκάλια -χωρίς ετικέτα εννοείται- και το πουλάει προς 2 ευρώ το λίτρο. 
Αυτή είναι η ελάχιστη τιμή. Στους πελάτες του διαφημίζει την «πραμάτεια» του με τα συνήθη, για την περίπτωση, επίθετα : αγνό, εκλεκτό, παραδοσιακό. Βέβαια, στην πραγματικότητα, ποια είναι η προέλευση αυτού του κρασιού δεν ξέρει ακριβώς, αλλά δεν τον ενδιαφέρει και πολύ να μάθει. Η ζήτηση, ιδιαίτερα την τελευταία διετία, έχει ανέβει κατακόρυφα η ύφεση γαρ...

Παρόμοιο είναι το σκηνικό σε χιλιάδες σημεία πώλησης ανά την Ελλάδα, από μπακάλικα και φούρνους μέχρι περίπτερα και βενζινάδικα. Το χύμα κρασί «επελαύνει» με εντυπωσιακούς ρυθμούς και, από την άλλη, η κατανάλωση εμφιαλωμένου οίνου πέφτει ολοένα και περισσότερο. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Μέχρι το 2008, οι παραγωγικές επιχειρήσεις κρασιού εμφάνιζαν κάθε χρόνο μέση αύξηση πωλήσεων 2,7% (σύμφωνα με έρευνα της Hellastat). 

Aπό την επόμενη χρονιά, τα καθαρά κέρδη τους μειώνονται με μέσο ρυθμό 6,5%. Συνεπώς, οι τριγμοί είναι πολύ σοβαροί σε έναν κλάδο όπου δραστηριοποιούνται περίπου 680 οινοποιεία και 40 συνεταιρισμοί. Μεσούσης της κρίσης, λοιπόν, το χύμα κρασί έρχεται να πάρει τη μερίδα του λέοντος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μάλιστα, σήμερα καλύπτει το 65% της αγοράς, ίσως και το 70%. Αυτό είναι a priori αρνητικό; Οχι απαραιτήτως. Εξαρτάται από το πώς θα προσεγγίσουμε το φαινόμενο.

Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή. Χύμα κρασί υπήρχε στο παρελθόν και εξακολουθεί να υπάρχει σε όλες τις οινοπαραγωγούς χώρες του πλανήτη και αναμφισβήτητα στηρίζει την αμπελοκαλλιέργεια. Μιλάμε για το «vin de maison» της Γαλλίας, το «vino de casa» της Ισπανίας, το «open wine» των αγγλοσαξονικών χωρών. Μόνο που υπάρχουν ποσοτικές, κατ' αρχάς, διαφορές με όσα ισχύουν στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερα όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ενωση, η κατανάλωσή του έναντι του εμφιαλωμένου κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα, μεταξύ 5% και 10%. Αλλά υπάρχουν και σημαντικές ποιοτικές διαφοροποιήσεις. Στο εξωτερικό, το χύμα κρασί φέρει ξεκάθαρα την «ταυτότητά» του.

Ο καταναλωτής ανά πάσα στιγμή μπορεί να μάθει ακριβώς τι πίνει και ποιος το παρήγαγε. Στη χώρα μας πάλι όχι πάντα. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι ποσότητες που ρίχνονται στην αγορά δεν φέρουν στοιχεία ούτε του παραγωγού ούτε του τυποποιητή τους. 
Συνήθως διακινούνται σε κάθε λογής δοχεία. Προέρχονται από ερασιτεχνικές (στην καλύτερη περίπτωση) ή και παράνομες εγκαταστάσεις (στη χειρότερη), φτάνουν σε ταβέρνες, μικρές κάβες και άλλα σημεία πώλησης, προσφέροντας στους μαγαζάτορες κέρδος -και ευκολία- και στους καταναλωτές την ψευδαίσθηση ότι πίνουν ένα παραδοσιακό προϊόν.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο «Οινοχόος» ασχολείται με το θέμα. Το 2006, σε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα, είχαμε αναλύσει πολλούς μύθους και αλήθειες σχετικά με το χύμα κρασί. Είχαμε περιγράψει και τις δύο κατηγορίες των πιστών οπαδών του: εκείνους που το προτιμούν λόγω της χαμηλής τιμής του και όσους πιστεύουν πως είναι αγνότερο από το εμφιαλωμένο. 
Είχαμε θέσει επίσης το ζήτημα της ελλιπούς πληροφόρησης του καταναλωτή, που πίνει από το πλαστικό μπουκάλι ή την καράφα ανώνυμο κρασί, αμφίβολης συχνά ποιότητας -κάποιες φορές και επικίνδυνο- και... φαντασιώνεται την αναβίωση της ελληνικής παράδοσης, νοσταλγώντας την εποχή που ο παππούς του ή ο προπάππος του, στο χωριό, έφτιαχναν κρασάκι στο κατώι του σπιτιού τους. Η πραγματικότητα δεν είναι, φυσικά, τόσο ρομαντική.

Πέντε χρόνια μετά, αποφασίσαμε να επανέλθουμε και να ξανανοίξουμε τον «φάκελο χύμα» λόγω των τεραστίων διαστάσεων που έχει πλέον πάρει η διάθεσή του στην αγορά. Κάποια πράγματα έχουν, βέβαια, αλλάξει. Οι άνθρωποι του χώρου υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό το χύμα κρασί που κυκλοφορεί έχει βελτιωθεί ποιοτικά. Σε ολοένα και λιγότερα δείγματα θα βρούμε θειώδη πάνω από τα επιτρεπτά όρια ή υπολείμματα σιδηροκυανιούχου καλίου, ενός «παλαιομοδίτικου» πρόσθετου, η χρήση του οποίου έχει καταργηθεί σε όλα τα οργανωμένα οινοποιεία.

Η συνολική εικόνα όμως, με κανέναν τρόπο δεν δικαιολογεί εφησυχασμό. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γενικά για χύμα «άσπιλο κι αμόλυντο» Κι από την άλλη, εξακολουθεί να υπάρχει ο μύθος της «ελληνικότητάς» του, τη στιγμή που βυτιοφόρα με κρασί -κακής ποιότητας αλλά χαμηλής τιμής- από βαλκανικές χώρες εξακολουθούν να περνούν τα βόρεια σύνορά μας. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο του ελληνικού παράδοξου...
Διαβάστε ακόμα : Ναί στο χύμα αλλά με προϋποθέσεις!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου